- ἱματιοφυλάκιον
- ἱμᾰτιο-φῠλάκιον, τό,A wardrobe, Gloss.:—also in form [pref] εἱματοφ-, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματιοφυλάκιο — το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον) ιματιοθήκη νεοελλ. ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα … Dictionary of Greek
ՊԱՏՄՈՒՃԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0616 Chronological Sequence: Early classical գ. ἰματιοφύλαξ vestium custos. Վերակացու պատմուճանաց. հանդերձապետ. *Առ Ողդա մարգարէ կին սելլովմայ՝ որդւոյ Թեկուայ որդւոյ արասայ պատմուճակի. ՟Դ. Թագ. ՟Ի՟Բ. 14: ՏՈՒՆ կամ ՎԱՆՔ ՊԱՏՄՈՒՃԱԿԱՑ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)